ξοανηφόρος

ξοανηφόρος
ξοανηφόρος, ὁ (Α)
1. αυτός που φέρει ξόανα
2. (ως κύριο όν. στον πληθ.) Ξοανηφόροι
τίτλος δράματος τού Σοφοκλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + συνδετικό φωνήεν -η-, πιθ. για μετρικούς λόγους + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”